- κάθισαν
- καθίζωaB*aor ind act 3rd pl (homeric ionic)καθίζωaB*aor ind act 3rd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθῖσαν — καθῖ̱σαν , καθίζω aB* aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθίσαν — καθίζω aB* aor part act neut nom/voc/acc sg καθίζω aB* aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δευκαλίων — Μυθολογικό πρόσωπο. Υπήρξε γενάρχης των Ελλήνων, πατέρας του Έλληνα, γιος του Προμηθέα και εγγονός του Ιαπετού, βασιλιάς της θεσσαλικής Φθίας και σύζυγος της Πύρρας, κόρης του Επιμηθέα. Η πανελλήνια υιοθέτηση του μύθου του μαρτυρά τη σύνδεσή του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
Κύλων — I (7ος αι. π.Χ.). Αθηναίος ευπατρίδης. Ήταν γαμπρός του τυράννου των Μεγάρων, Θεαγένη, και Ολυμπιονίκης του δίαυλου κατά το 640 π.Χ. Το 612 ή το 610 π.Χ. προσπάθησε να σφετεριστεί την εξουσία της Αθήνας και επιτέθηκε στην πόλη με μισθοφορικές… … Dictionary of Greek
ίσκιος — ο σκιά: Κάθισαν στον ίσκιο να ξεκουραστούν. ― Παχύς ίσκιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανασκούμπουρδα — επίρρ. τροπ., σταυροπόδι, ανακούκουρδα: Κάθισαν ανασκούμπουρδα κι έφαγαν κάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απανεμίζει — έμισε (απρόσ.), δε φυσά, δεν προσβάλλεται από τον αέρα: Βρήκαν ένα μέρος που απανέμιζε και κάθισαν να τα πούνε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξαποσταίνω — και ξαποστάζω ξαπόστασα, ξαποσταμένος, αναπαύομαι, ξεκουράζομαι από τον κόπο: Κάθισαν σ έναν ίσκιο να ξαποστάσουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραπέρα — επίρρ. χρον. τοπ. 1. για τόπο, πιο εκεί, πιο μακριά: Ήρθαν και κάθισαν λίγο πιο πέρα μια γυναίκα κι ένας άντρας (Γ. Σεφέρης). 2. για χρόνο, αργότερα: Ας τελειώσει το Γυμνάσιο και βλέπουμε παραπέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)